- συμμοιρώ
- -άω, Α1. μοιράζω από κοινού κάτι με κλήρο ή ως κλήρο2. (η μτχ. ουδ. πληθ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ συμμεμοιρασμένατα αποφασισμένα από τη μοίρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + μοιρῶ «διανέμω, μοιράζω» (< μοῖρα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.